ταχύς

ταχύς
τᾰχύς (-ύς, -έες; -είας, -ειᾶν: ταχυτάτων: adv. ταχύ, τάχιστα.)
1 quick

ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83

ταχέες ἔβαν P. 4.179

εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202

ταχὺ[ς (supp. Snell) Πα. 8A. 7.

γνώμας δὲ ταχείας συν[ Pae. 14.39

superl.,

ἐπὶ ταχυτάτων ἁρμάτων O. 1.77

adv.,

εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108

ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε P. 10.51

ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ ἔδραμον N. 1.51

ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79

παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. 2. frag. ]ως ὁ ταχι[στ (supp. Snell) ?fr. 337. 6. adv.,

ταχέως, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος O. 5.13

ταχέως δ' Ἄδματος ἷκεν P. 4.126

ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73

ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]εικομένων fr. 169. 23.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταχύς — swift masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • ταχύς, -εία, -ύ — 1. γρήγορος, γοργοκίνητος, βιαστικός: Είναι ταχύς στη δουλειά του. 2. συχνότερος: Ταχύς σφυγμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχέα — ταχύς swift neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ταχέᾱ , ταχύς swift fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ταχύς swift fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυτάτω — ταχύς swift masc/neut nom/voc/acc dual (ionic) ταχύς swift masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυτάτων — ταχύς swift fem gen pl (ionic) ταχύς swift masc/neut gen pl (ionic) ταχυτά̱των , ταχυτής quickness fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυτάτως — ταχύς swift adverbial (ionic) ταχύς swift masc acc pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυτέρων — ταχύς swift fem gen pl (ionic) ταχύς swift masc/neut gen pl (ionic) ταχύτερος swift fem gen pl ταχύτερος swift masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυτέρως — ταχύς swift adverbial (ionic) ταχύς swift masc acc pl (doric ionic) ταχύτερος swift adverbial ταχύτερος swift masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύ — ταχύς swift masc voc sg ταχύς swift neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύτατον — ταχύς swift masc acc sg (ionic) ταχύς swift neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”